Ένας καφές στο Μπραζίλιαν

brazilianBookCapture

H Συμφωνία του Μπραζίλιαν – Εκδόσεις Αδάμ

Όταν η θλίψη σχηματοποιείται και παίρνει ένα όνομα «Μπραζίλιαν», το καφέ της θλίψης ή απελπισίας. «Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν» μία προσέγγιση στο ποίημα.

Taxtsis_YoungCapture

Ο νεαρός Κώστας Ταχτσής

Ο Κώστας Ταχτσής έγραψε τη «Συμφωνία του Μπραζίλιαν» το 1954, σε ηλικία 27 ετών. Τώρα τι σχέση έχει το καφέ της Βουκουρεστίου με το απελπισμένο νόημα του ποιήματος; Ας φαντασττούμε το συγγραφέα – ποιητή: μόνος, να πίνει τον καφέ του σ’ ένα κεντρικό, πολυσύχναστο καφέ του κέντρου. Δίπλα του ο μεγαλοαστικός Ζώναρς, του Φλόκα στη στοά, η οδός με τα ακριβά καταστήματα, κόσμος που περνά μπροστά από τη βιτρίνα με τους πάγκους εκατέρωθεν και τα σκαμπό, λίγο πιο κάτω όμως ήταν κι ο Πυρσός, οι εκδόσεις… ενδιαφέρον σημείο για ποιητές.

Αυτός μόνος, να κάθεται να κουβεντιάζει λίγο με τους υπαλλήλους, ο καπνός ανεβαίνει προς το ταβάνι με τις κρεμαστές λάμπες, η βροχή πέφτει, στο δρόμο άνθρωποι με ομπρέλες, βιαστικοί, κρατώντας άλλος μια τσάντα, άλλος με ψώνια. Έχει έρθει από μια άλλη γειτονιά, κάτω από την Ομόνοια Μεταξουργείο, Κολωνός, έχοντας βγει από ένα σπίτι με παλιά εξώπορτα και παιδιά να παίζουν στο χωμάτινο δρόμο. Είναι φανερό πως η εικόνα που είχε μέσα του το πρωί ξεκινώντας, δεν μοιάζει καθόλου αντιπαραβαλόμενη με αυτή της μικρής γειτονιάς, με αυτή που βλέπει από τα τζάμια όπου πέφτει με αδύναμο, ρυθμικό ήχο η βροχή – περίεργο, λίγο πριν ξεκινώντας απ’ το σπίτι είχε ήλιο! με το φως που σκορπούσε τις μικρές του πρασινωπές αναλαμπές .

Αλέκος Φασιανός (Ζωγραφική Εξωφύλου) – Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν

Κάποιος φίλος τον συνέστησε σε έναν άλλο «Ο κύριος είναι ποιητής». Ένας άλλος διηγόταν τις ώρες που πέρασε στον Ιππόδρομο. Σ’ αυτή τη μοναξιά αναδυόταν έντονα πάντα, το φάντασμα ενός χαμένου ή καταδικασμένου έρωτα. Και η παραδοχή πως υπήρχαν και αυτοί που ερωτικώς είχαν μια ιδιομορφία. Αυτό τον γέμιζε απελπισία, το γεγονός πως δεν γινόταν τίποτε ν’ αλλάξει, πως αυτό θα ήταν δια παντός συνυφασμένο με τη μοναξιά του, που τον περιτύλιγε σαν να ‘ταν κάποιος ξένος – κάποιος από πολύ μακριά ερχόμενος, παράταιρος σ’ ένα τέτοιο αστικό περιβάλον – που δεν θα μπορούσε ποτέ να τον νοιώσει τι ξέρει από ποιητές; «ο κύριος είναι ποιητής» ή που κι εκείνος δεν θα μπορούσε ποτέ να αφομοιωθεί μέσα του νοιώθοντας την αδιαφορία του απέναντι του ξένου – κι αυτό ήταν κάτι που τον πλήγωνε.

Ήταν ένα παιδί με νωπές μνήμες της παιδικής του ηλικίας στη Θεσσαλονίκη, κοντά στη συνοικία της Τούμπας, σ’ ένα σπίτι μεγαλωμένο με γυναίκες απλές, του λαού όπως είθισται να λένε, που ήξεραν όμως να αρκούνται στα λίγα που η ζωή τους προσέφερε, και που πίστευαν πως μ’ αυτά μπορεί να είναι ευτυχισμένες. Ένας στέρεος περίγυρος, η αγάπη και η οικειότητα του σπιτιού πάντα εκεί, παρούσα να τους ενώνει, ενώ μέσα στην καρδιά της πόλης, στο πιο κεντρικό της σημείο ερχόταν να ταράξει το νου του η αποξένωση, η μελαγχολία της βροχής, η τζαμαρία με τους διερχόμενους περαστικούς, να τονίσει πως μόνοι πάμε, μόνοι βαδίζουμε σ’ ένα πολύ σκληρό μονοπάτι απ’ όπου δεν υπήρχε οδός επιστροφής.

cryingangelCapture

Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν – Οπισθόφυλλο έργο Γ. Τσαρούχη

Όλα όσα είχαν περάσει χάνονταν στο βάθος των ωρών των «τεμαχισμένων ωρών». Τι απόμενε; ένας καφές, «Τασία φέρε έναν καφέ», το ποτήρι του νερού «φέρε κυρά μου καθαρό» με μνήμες από το παρελθόν καθώς η μάνα του έκανε παρατήρηση στη βοηθό Ρωξάνη, για το ποτήρι που δεν ήταν καθαρό, αυτά όμως είχαν περάσει, η νοσταλγία σαν μαχαιριά, εκεί μπροστά του για όσα είχαν χαθεί.

Το 1956 με το ποίημα αυτό ως τελευταίο, εγκαταλείπει την ποίηση για την πεζογραφία. Ο αστικός γνώριμος του περίγυρος τον έχει κουράσει, τι απόμενε; Η φυγή. Γι’ αυτό ο Ταχτσής αποφασίζει να ταξιδέψει από το 1954 ως το 1964 έζησε στη Δ. Ευρώπη, Αφρική, ΗΠΑ. Εντωμεταξύ δημοσιεύει (1962) το Τρίτο Στεφάνι μια αποτίμηση – περιγραφή των αναμνήσεων, βιωμάτων της παιδικής ηλικίας σε μια διαδρομή Θεσσαλονίκη – Αθήνα, το οποίο γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και προφανώς γίνεται και η αιτία της επιστροφής του το 1964.

Το 1972 η συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Τα Ρέστα και άλλα διηγήματα» με πρώτο διήγημα «Τα Ρέστα» όπου εξιστορεί πως τον έστελναν για ψώνια στη Θεσσαλονίκη και αυτός αργούσε να γυρίσει έχοντας το φόβο μήπως τον δείρουν, γνωρίζει την ίδια επιτυχία. Το βιβλίο αυτό είναι αφιερωμένο «στο Γιώργο Σεφέρη τελευταίου μεγάλου της Ελληνικής ποίησης» μας λέει.

Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν

brazilianCapture

Μπραζίλιαν Σαραβάνου – Οίκος Καφέδων Βραζιλίας

Κώστας Ταχτσής: Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν (1954)

Ποιητικές Συλλογές του Κώστα Ταχτσή (1927 – 1988)
Ποιήματα (1951)
Τα Μικρά Ποιήματα (Αποκηρυγμένα απ’ τον ίδιον)
Περί Ώραν Δωδεκάτη (1953)
Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν (1954)
Καφενείο το Βυζάντιο 1956
Πεζά: Το Τρίτο Στεφάνι (1962) Τα Ρέστα (Διηγήματα 1972)

Αν πεθάνω
δεν θα ξανάρθει ο ταχυδρόμος
δεν θα μου στείλεις πια βιβλία
ή την καρδιά σου σ’ ένα φάκελο
δε θα σε δω να φεύγεις
ή να ’ρχεσαι
δεν θα καθίσω πια ποτέ στο μπαρ
και συ στο πλάι μου
ή απέναντι κατάμονος
να με κοιτάς
αν πω πως πέθανα;
θα κολλήσω στο στήθος σου
ένα νεκρώσιμο με τ’ όνομά μου
στους δρόμους θα γυρνάς μ’ ένα νεκρό
Τασία – έναν καφέ παρακαλώ
αν ξάφνου μ’ αντικρίσουν ζωντανό
θα ε κ π λ α γ ο ύ ν
η ώρα είναι μία παρά τέταρτο
ο τραυματισμός των ωρών
Τασία – παρακαλώ έναν καφέ
Θ’ ανάψω τη ζωή μου
και θα κάψω τα βιβλία
τι όμορφα που καίγεται
η φράση «σ’ α γ α π ώ» – αναδιπλώνεται στον εαυτό της
σαν να βάζει στο πρόσωπο το χέρι της
από ντροπή
λίγο νερό παρακαλώ
και πλένε το ποτήρι μου καλύτερα
κυρά μου
εγώ έριξα προχθές νερό
κι έσβησα τα όνειρά μου
ο καφές σας κύριε
η στάθμη της αγάπης σου
κατέρχεται
διψάω
λίγο νεράκι κύριοι
λίγο νερό καλοί μου κύριοι
και είναι λ έ ε ι ποιητής
μα πού είναι οι φωνές των παιδιών;
αιτούμεθα ποίηση στα σκοτεινά
η ποίηση φίλε πέθανε
η καλοσύνη σου –
η καλοσύνη σου είναι Κύριε
μια καμινάδα
στους δρόμους βλέπω να περνούν
ζητιάνοι μ’ εξαπτέρυγα ονείρων
μια προσευχή
μια προσευχή
για να βρεθεί ένα ποίημα
η ποίηση φίλε π έ θ α ν ε
μα δεν γνωρίζεστε;
ο κύριος είναι ποιητής
ναι
είναι παχύς
πολύ παχύς
και παίζει στον Ιππόδρομο
η ώρα είναι μία
ο θάνατος των ωρών
βρέχει
πότε θα πάψει πια να βρέχει;
αφ’ ότου έφυγες
δεν έπαψε να βρέχει
ήσουν περίεργος να μάθεις
τι υπάρχει πίσω από το θάνατο
θ ά ν α τ ο ς
τι άλλο θέλεις να υπάρχει;
Π ρ ο σ ο χ ή! Κ ί ν δ υ ν ο ς  ζ ω ή!
σου’ λεγα μείνε
θα βρω καρφιά να σε σταυρώσω
λόγχες να σε τρυπήσω
σ’ ένα καλάμι θα’ δενα
σφουγγάρι την καρδιά μου
για να σε φτάσω τώρα πρέπει
να πάω κοντά στη θάλασσα
γράφω λοιπόν κι εγώ χαρτιά
ομοιώματα διαβατηρίων
κι απέ τα ρίχνω στο νερό
δεν θέλω να τα δούνε άνθρωποι
που δεν γνωρίζουνε να σκαρφαλώνουν
στον καπνό των καραβιών
οι άνθρωποι οι άνθρωποι
παίρνουν τα γράμματά μας και μ’ αυτά
ανάβουνε φωτιά το χειμώνα
πότε θα πάψει πια να βρέχει;
φθινόπωρο
τα φύλλα των δέντρων
πάθανε πάλι ελονοσία
την άνοιξη θα πάρω DDT
φύγε
ο τρόπος που μιλάς –
δεν ξέρει
πως ο δικός μου τρόπος είναι
σιωπητήριο
ο τρόπος που χτενίζεσαι
ο τρόπος που γελάς –
δεν ξέρει
τίποτα δεν ξέρει
φοβού τους ποιητάς
και ποίησιν φέροντας
μου επιτρέπετε να σας συστήσω;
τι ποιήματα συνθέτετε;
ποιήματα
λυρικά; σατυρικά;
π ο ι ή μ α τ α
ο κύριος είναι κίναιδος
αιδοίον χωρίς κίονα
κύων χωρίς αιδώ
άνθρωπος
ποτέ δεν θα ξεχάσω τον Αλέξαντρο
στο στήθος του καθότανε
ένας αητός
ήτανε δύσκολη εποχή
στους δρόμους
γύριζαν ωχροί εσταυρωμένοι
κι οι μανάδες μας
δεν χρειαζόντουσαν άλλα ορφανά
μια καληνύχτα
γινόταν εύκολα αντίο
στο στήθος του
στο στήθος του καθότανε ο αητός
ο κύριος είναι κίναιδος
ά ν θ ρ ω π ο ς
χαίρετε χαίρετε
να με ξεχνάτε
υπήρξα άφρων δεν τ’ αρνιέμαι
μα σεις φίλε ξεχάσατε να βάλετε
λάδι στο λύχνο σας
ιδού ο Νυμφίος έρχεται
προσπέρασε
για πάντα
η ποίηση φίλε π έ θ α ν ε
και πότε η κηδεία;
η κηδεία των ωρών
μα η ζωή αντέχει ακόμα
σε κάμποσες ανησυχίες
σε αρκετές μετάνοιες
και στο θάνατο
δεν θα μιλήσω πια ποτέ
δεν θα μιλήσω
ο θάνατος
ο θάνατος
θα τον εκμηδενίσω
αντίο σας
φεύγε δίχως να κοιτάζεις πίσω
βαρέθηκα
η ποίηση της ποίησης την ποίηση
τη ζωή σας
α υ τ ή τι την κάνατε;
δεν θέλω πια άλλο καφέ
όταν μιλάω στο θάνατο
του δίνω τ’ όνομά σας
ο θεός να μας φυλάει απ’ την αισθητικοποίηση
της ατομικής βόμβας
εγώ πηγαίνω τώρα στη ζωή
στον Ιλισσό
να πιω τις σκέψεις μου πιο καθαρές
δεν έχεις πια καμιά ελπίδα
δεν έχω πια ελπίδα
δεν έχω πια καμιά ελπίδα
άλλη απ’ την αδελφή μου την Ελπίδα
δεν έχω άλλο σώμα
απ’ το σώμα που θα κάνω
με το καλώδιο
δεν έχω άλλο θάνατο απ’ τη ζωή
είμ’ ολοστρόγγυλος
σαν τέλειος κύκλος
θ’ αρχίσω να τσουλάω
είμαι μια ρόδα για παιδιά
διότι κύριε
η ζωή κυλάει πάνω σε ρόδες
κάτω απ’ τις ρόδες είν’ ο θάνατος
πάψε
δεν θέλω να σ’ ακούω
θα σ’ αγαπήσω
δεν θέλω να σε βλέπω πια
θα βάλω τις παλάμες μου στ’ αυτιά
να μη σε βλέπω
και θα ζήσω
έρχομαι έρχομαι ζωή
ζωή τον θάνατο πατήσας
μάθετε να περιφρονείτε
ό,τι αγαπάτε
ο ήλιος ο ήλιος η ζωή
έρχομαι φίλε έρχομαι
είμαι δικός σου εσαεί
τι ωραίοι που γίνηκαν οι ναύτες ξάφνου
τι ωραίο το πρωινό της Κυριακής
κι η σκιά των δέντρων
που κι η αβεβαιότης των καιρών μας
χάνει κάτι
απ’ το απαίσιο κύρος της
κι όλα μας φαίνονται
ντυμένα ήλιο
α ενώ κοιτάζω αφηρημένος κι ευτυχής
νομίζοντας πως τίποτα
δεν θ’ αγαπήσω πια
αυτός
διαπερνάει το λεπτό τοίχο του κορμιού
και πάει και σφηνώνεται σαν σφαίρα
στην καρδιά!

Από sansimera.gr – photo (Σημερινό Μπραζίλιαν) από: lifo.gr

Μια αληθινή φιλία

kazantzakisCapture
Του πολύ αγαπημένου μου Γιώργη Ζορμπά – Νίκος Καζαντζάκης 1917

Στο βιβλίο αυτό ο Γιώργος Στασινάκης, πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, πραγματεύεται τη σχέση Καζαντζάκη – Ζορμπά, την ιστορία μιας αληθινής φιλίας. Εξήντα χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Έλληνα λογοτέχνη, και ύστερα από εμπεριστατωμένη έρευνα, παρουσιάζονται άγνωστα στοιχεία για τον θρυλικό Γιώργη Ζορμπά (που έγινε Αλέξης Ζορμπάς στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά): η γέννησή του στη Μακεδονία, τα ταξίδια και οι περιπέτειές του, η ταφή στα Σκόπια… Επίσης έρχονται στο φως στοιχεία για τη σχέση του με τον Καζαντζάκη, όπως η γνωριμία τους στο Άγιον Όρος, η εκμετάλλευση ενός λιγνιτωρυχείου στη Μεσσηνιακή Μάνη, ο επαναπατρισμός Ελλήνων από τον Καύκασο κ.ά.

Του πολύ αγαπημένου μου Γ. Ζορμπά

Η φιλία τους ήταν βαθιά και αληθινή. Ο Ζορμπάς ανέφερε: «Αφεντικό, άνθρωπο δεν αγάπησα σαν εσένα». Και ο Καζαντζάκης έγραψε: «Αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους στη ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τον Όμηρο, το Βούδα, το Νίτσε, τον Μπέρξονα και το Ζορμπά […] Ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο».

Για τον Συγγραφέα: Ο Γιώργος Στασινάκης γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1941 και φοίτησε στο Γαλλικό Κολλέγιο Δελασάλ «Άγιος Παύλος» στον Πειραιά. Σπούδασε στο Μπορντό της Γαλλίας  Πολιτικές Επιστήμες, Νομικά και Δημόσιο Δίκαιο. (…)
Είναι ιδρυτής και πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη (ΔΕΦΝΚ), ενώ κατέχει επίσης τη θέση του αρχισυντάκτη της ετήσιας επιθεώρησης Le Regard crétois και του ενημερωτικού δελτίου Synthesis, που αποτελούν εκδόσεις της ΔΕΦΝΚ. Είναι μέλος της Διεθνούς Ένωσης Γαλλόφωνου Τύπου και ένας από τους σημαντικούς δωρητές του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη στη Μυρτιά της Κρήτης. Έχει δώσει πολλές διαλέξεις και έχει ταξιδέψει με δικά του έξοδα σε ενενήντα έξι χώρες για τη διάδοση του έργου και της σκέψης του Καζαντζάκη σε ολόκληρο τον κόσμο.

από kastaniotis.com