Στη δημοσιά σαν αγκαλιά δίκλωνη ενός διαβήτη
του αγέρα δάχτυλα στη χαίτη
και μίλια στην κοιλιά,
οι δυο μας φεύγαμε αδειανοί
βιτσιά για το ήπιο βλέμμα
φτιασίδι ο νους, φτιασίδι το αίμα
γυμνοί! γυμνοί!, γυμνοί! …
Σ’ ένα κρεβάτι μ’ αψηλό
κι’ αλαφρύ προσκεφάλι
πως ξεγλιστρούσε αλάργα η ζάλη
σαν ψάρι στο γιαλό…
Στη δίκλωνη τη δημοσιά
φεύγαμε κορμιά μόνο
με τις καρδιές σε κάθε κλώνο
χώρια, ζερβά-δεξιά.
Αθήνα, 1936 (Συλλογή Στροφή)